ἐπεκκουφίζω

ἐπεκκουφίζω
ἐπεκ-κουφίζω,
A lighten,

τὰς ἐτησίους εἰσφοράς J.BJ 1.21.12

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επεκκουφίζω — ἐπεκκουφίζω (Α) καθιστώ κάτι τελείως ανάλαφρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εκκουφίζω «ανακουφίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”